βήσαλον

βήσαλον
βήσαλον
Meaning: `brick' (Moses Alch..)
Other forms: Cf. βίσαλον (Alex. Trall. ).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. No doubt non-IE.

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βήσαλο — το (AM βήσαλον) τούβλο νεοελλ. κομμάτι, θραύσμα από τούβλο ή κεραμίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • βότσαλο — το μικρό αποστρογγυλωμένο λιθαράκι στις παραλίες και τις όχθες ποταμών, χαλίκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. βήσαλον* ή κατ άλλους < ιταλ. bozzolo «κουκούλι, σβώλος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”